μάστιζε

μάστιζε
μαστίζω
whip
pres imperat act 2nd sg
μαστίζω
whip
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Οιδίπους — Μυθικός ήρωας του θηβαϊκού κύκλου. Οι γονείς του, ο βασιλιάς των Θηβών Λάιος και η βασίλισσα Ιοκάστη, μόλις γεννήθηκε τον παράδωσαν σε ένα βοσκό για να τον αφήσει στον Κιθαιρώνα να πεθάνει, επειδή το δελφικό μαντείο τους είχε προφητέψει πως το… …   Dictionary of Greek

  • βασιλικάτα — (Basilicata). Διοικητικό διαμέρισμα (9.992 τ. χλμ., 607.853 κάτ. το 1999) της Ν Ιταλίας, μεταξύ της Απουλίας, της Καμπανίας και της Καλαβρίας. Βρέχεται δυτικά από την Τυρρηνική Θάλασσα και ανατολικά από το Ιόνιο. Το αρχαίο της όνομα ήταν Λουκανία …   Dictionary of Greek

  • ελονοσία — Εμπύρετη λοιμώδης νόσος που προκαλείται από πρωτόζωα παράσιτα του γένους πλασμώδιο και μεταδίδεται από κουνούπια του γένους ανωφελής. Προσβάλλει ανθρώπους και άλλα θηλαστικά, πτηνά, ερπετά κλπ. Τα παράσιτα της ε. έχουν δύο εξελικτικούς κύκλους:… …   Dictionary of Greek

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Άγρας, Καπετάν — (1881 – 1907).Ψευδώνυμο του μακεδονομάχου Τέλου Αγαπηνού, ανθυπολοχαγού του πεζικού, από το Ναύπλιο. Απογοητευμένος από την αναγκαστική αδράνεια της στρατιωτικής ζωής στην Ελλάδα και ευαισθητοποιημένος στις δραματικές εξελίξεις του μακεδονικού… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξιανοί — Μέλη θρησκευτικής αδελφότητας της Ολλανδίας και της Γερμανίας που δημιουργήθηκε τον 14ο αι. με σκοπό την προστασία των φτωχών και την ταφή των απόρων στη διάρκεια της μεγάλης επιδημίας πανώλης που μάστιζε τότε την Ευρώπη. Ονομάστηκαν Α. το 1462,… …   Dictionary of Greek

  • Βελλεροφόντης ή Βελλεροφών — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ποσειδώνα, είχε θνητό πατέρα τον Γλαύκο, γιο του βασιλιά της Κορίνθου Σίσυφου, και μητέρα την Ευρυνόμη. Η ζωή του διαταράχτηκε από τη στιγμή που σκότωσε, άθελά του, στην Κόρινθο τον Βέλλερο (από αυτό πίστευαν πως… …   Dictionary of Greek

  • Δαμαρμενός — Μυθολογικό πρόσωπο. Ψαράς που καταγόταν από την Ερέτρια. Μία ημέρα ενώ ψάρευε, έβγαλε από τη θάλασσα ένα ανθρώπινο κόκαλο υπερφυσικού μεγέθους και θεωρώντας το καλό οιωνό, το πήγε στους Δελφούς, όπου πήρε εντολή να το δώσει στους Ηλείους, γιατί… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”